- καλοκοιτάζω
- καλοκοιτάζω και καλοκοιτάω και καλοκοιτώ καλοκοίταξα, καλοκοιτάχτηκα, καλοκοιταγμένος1. παρατηρώ κάτι καλά: Τον καλοκοίταξε τον άρρωστο και δεν του βρήκε τίποτα.2. καλοβλέπω, γλυκοκοιτάζω: Την καλοκοιτάζει την κόρη σου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.